- ἐπεργάζηται
- ἐπεργάζομαιcultivate besidespres subj mp 3rd sgἐπεργάζομαιcultivate besidespres subj mp 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεργάζομαι — ἐπεργάζομαι (Α) 1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῡ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.) 2. καλλιεργώ, οργώνω 3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία 4. συζητώ, πραγματεύομαι 5. παθ. είμαι… … Dictionary of Greek
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek